Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2021

Περί τέχνης αρχικά, γενικά και ειδικά

 

 Προσωπικές απόψεις, σκέψεις, μνήμες, και πάνω από όλα, μονόλογος να γίνεται.

Γιατί αν δεν θέλουμε τσακωμούς, δεν πρέπει να κάνουμε διάλογο για: τέχνη, ποδόσφαιρο, θρησκεία, πολιτική και ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα όπως είναι πχ οι προτιμήσεις συντρόφου… 

Θα κάνω λοιπόν μια αρχή με τη δήλωση:

-"Η τέχνη σώζει".

Από κάπου δεν πρέπει να αρχίσω;


το αρχικό σχέδιο έγινε με μολύβι, τα γεμίσματα με κεροπαστέλ

σχέδιο με μολύβι

μονοτυπία με τυπογραφικό μελάνι. Και το επόμενο είναι ίδια τεχνική.


Οι 4 αυτές εικόνες, και αρκετές άλλες της ίδιας περιόδου της ζωής μου, δεν γνωρίζω αν είναι τέχνη, γνωρίζω όμως πως με έσωσαν από σίγουρη κατάθλιψη!
Σκέπτομαι λοιπόν πως αυτό μπορεί να ισχύσει μόνο για όποιον θα μπορέσει να τη προσεγγίσει αυτή τη «διάσωση».

Τι κι αν υπάρχει σωσίβιο στη θάλασσα αλλά ο "ναυαγός" δεν μπορεί να το φτάσει;

Η τέχνη, το έργο τέχνης συγκεκριμένα, κάνει τον άνθρωπο να σκεφτεί (αν μπορεί να σκεφτεί) πως αυτή η ζωή, σε αυτό τον κόσμο, όπως έχει διαμορφωθεί από εμάς τους ανθρώπους και πάλι, μόνο με τη τέχνη μπορεί να γίνει βιώσιμη.

Πέρα από τη διατροφή (αέρας, νερό, τροφή), υπάρχει και η ποιότητα ζωής. Ωστόσο, έχουμε ιστορικά καταγεγραμμένα δείγματα όπου νηστικοί άνθρωποι, ή στερούμενοι επί πολλές ημέρες τα βασικά, δημιούργησαν έργα τέχνης. Να και ένα παράδειγμα, ο Κνουτ Χάμσουν (αυτός μου ήρθε στο μυαλό τώρα).  Το έργο τέχνης προσφέρει ιδιαίτερη αισθητική απόλαυση σε αυτό που το προσεγγίζει, και τη χαρά της δημιουργίας σε αυτό που το καλλιεργεί. Εξυψώνει τον άνθρωπο και τον οδηγεί εκεί όπου ο δημιουργός έχει το όραμα. Όχι πως ξεφεύγει ο άνθρωπος από τη πραγματικότητα στ’ αλήθεια.  Αλλά (με υπερβολική ίσως απλοποίηση), μέσω της τέχνης εισέρχεται έστω για λίγο σε ένα κόσμο ιδεατό, ονειρικό, παραμυθένιο, ξεχνάει τη πείνα και τη δυστυχία του, την κοινωνική αδικία, τη όποιας λογής σκλαβιά του.

Αν τώρα το όραμα οδηγεί στοχευμένα  σε άδικο και φονικό μέσω της όποιας μορφής «τέχνης», τότε κακώς προτάσσουμε τον όρο «τέχνη» σε ανάλογα «προϊόντα».  Ωστόσο νομίζω πως η πλειονότητα των έργων τέχνης προκύπτει από εσωτερικά βιώματα, οράματα, εμμονές και ανάγκες για επικοινωνία των δημιουργών με όλους εμάς τους υπόλοιπους.

Ο δημιουργός.


Μέσα από τη δυνατότητα δημιουργίας καλλιτεχνικού έργου ξεφεύγει κανείς έστω και για λίγο από την αταξία, το χάος, τη βία, την ασχήμια και τη σκληρή, απάνθρωπη πραγματικότητα. Είναι κάτι σαν να αποδεσμεύεται από τη βαρύτητα της γης.

Αισθάνεται κάπως έτσι ο δημιουργός! Προσεγγίζει το θεό, η τουλάχιστο αρχίζει να κατανοεί τι σημαίνει θεός και θείο. Είτε υπάρχει, είτε δεν υπάρχει ο αγαθός δημιουργός μας, ο άνθρωπος- δημιουργός θα δημιουργήσει το λατρευτικό του έργο.

Θα δημιουργήσει ο άνθρωπος «καλλιτεχνικό» έργο ακόμη και για τον ιδανικό εκπρόσωπο του κακού. Τολμά ο δημιουργός κάθε ακροβασία προσπαθώντας να βρει τα όρια, πέρα από τα όρια και τους κανόνες, τα πλαίσια που ο ίδιος όρισε.

Διαφορετικά, δίχως κανόνες, περιορισμούς και όρια κάθε δημιουργός θα ήταν χαμένος. Έτσι λένε…  

Δεν είμαστε διόλου σίγουροι αν ο ίδιος ο δημιουργός του έργου του, κατανοεί πλήρως και απολαμβάνει το έργο του, αν μπορεί να το δει διαχρονικά, πέρα από τη σύντομη έτσι κι αλλιώς ζωή του. Αν διασωθεί το έργο του και γίνει γνωστό, συχνά αυτό θα συμβεί μετά θάνατο. Επί πλέον ο δημιουργός δεν είναι εφικτό να μπει στο μυαλό καθενός ανθρώπου που θα έρθει σε επαφή με το έργο του, ούτε πότε θα συμβεί αυτό μετά τη πρώτη δημόσια παρουσίαση, κυκλοφορία, εκτέλεση κλπ.  

Απλά ο «έξω» άνθρωπος επικοινωνεί με το έργο και ανάλογα νοιώθει διάφορα συναισθήματα, απολαμβάνει το έργο και ανάλογα αισθάνεται προσλαμβάνοντας τα μηνύματα. Μπορεί ίσως να κατανοήσει και τη θέση του δημιουργού, αν μάθει όλα τα σχετικά με την πορεία του και την ύπαρξή του. Συχνά όμως πολλοί φιλότεχνοι χάνονται στη φιλολογία γύρω από το έργο και τη ζωή του δημιουργού, και αυτό δεν βοηθάει νομίζω παρά μόνο την ονομαστική αξία επένδυσης σε ένα έργο.

Υπερβολές; Ίσως αλλά έτσι το βλέπω.

Να και ένα παράδειγμα που το έζησα.

Ήμουν 15-16 ετών (1964-65 4η τάξη εξατάξιου), είχαμε κάνει κοπάνα από το γυμνάσιο, πήγαμε πρωί στην Αλάσκα, αν θυμάμαι, όπου έπαιζε έργο αρχικά αδιάφορο, πολεμικό, η περιπέτεια ίσως, δεν γνωρίζαμε περισσότερα πέρα από τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες στο πίνακα. Εμείς βασικά κάπου έπρεπε να περάσουμε μερικές ώρες. Έπαιζε την ταινία 49ος παράλληλος, η «επιτάφιος για ένα κατάσκοπο».

‘Έμαθα λοιπόν μέσα από το έργο αυτό, αυτή τη ταινία, πάρα πολλά πράγματα για δημοκρατία, ελευθερία, ναζισμό, ισότητα, βία, ανθρωπισμό, πατριωτισμό, για μια όμορφη χώρα και το λαό της.

Έμαθα την ημέρα εκείνη πως υπήρχε και ένας συγγραφέας που είχε γράψει το «μαγικό βουνό». Δεν ήξερα ποιος είναι ο Τόμας Μαν, μου έκανε εντύπωση όμως. Έμαθα αργότερα ότι οι ναζί τον είχαν «περί πολλού», τον «είχανε λατρέψει και από την πολλή αγάπη είχαν απαγορεύσει τα έργα του».

Από τότε 1964, κατάλαβα, ήμουν πλέον 100% σίγουρος, πως αυτά που θα μου μάθουν στο δημόσιο σχολείο δεν είναι παρά μόνο στάχτη στα μάτια. Άρχισα να διαβάζω τα πάντα εκτός διδακτέας ύλης με μανία. Ειδικά Ελληνική και παγκόσμια ιστορία και μυθιστορήματα.

Λίγα χρόνια μετά, 1973-74 παρακολούθησα τη ταινία «θάνατος στη Βενετία» σε σενάριο βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο του ίδιου συγγραφέα. Και πάλι το θέμα του είναι μια εκφυλισμένη αστική, καπιταλιστική πειθαρχημένη κοινωνία, που μπορεί και απολαμβάνει τη πολυτέλεια, το περιττό, το ωραίο. Ο άρρωστος και κουρασμένος ήρωας (αρχιμουσικός αν θυμάμαι) προσχωρεί αργά αλλά σταθερά από την πλήρη οργάνωση και τάξη της ζωής του, στην αταξία, την ανατροπή και το χάος. Φτάνει στο θάνατό του στη μολυσμένη από χολέρα και θανατικό Βενετία στην οποία παραμένει εν  γνώση του μόνο και μόνο για να βλέπει μέχρι το θάνατό του τον όμορφο νεαρό! Εδώ, στη ταινία αυτή υπάρχουν τρομεροί υπαινιγμοί για το τι ακριβώς είναι τέχνη, παράσταση, έργο ζωής, άνθρωπος, ερωτικές ίσως προτιμήσεις. Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο αυτό για να γνωρίζω περισσότερα, όμως αυτά θυμάμαι τώρα. 

Πρόσφατα βρήκα το βιβλίο «το μαγικό βουνό» που το διαβάζω αργά αλλά σταθερά (έχει 1000 περίπου σελίδες). Μα  δεν καταλαβαίνω γιατί οι ναζί είχανε απαγορεύσει ανάλογα έργα. Γιατί έκοψαν συγγραφείς όπως ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, ο Τόμας Μαν, ο Μπρέχτ που περιγράφουν αυτό ακριβώς που ζούσε τότε ο γερμανικός λαός, ειδικά οι νέοι μετά το πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.  Αυτό το λαό υποτίθεται ήθελαν να καθαρίσουν, να αλλάξουν, να εξυγιάνουν, και να τον σώσουν, για να μη καταστραφεί; Από ποιους; Δώστε εσείς μια λογική πολιτική εξήγηση τώρα που γνωρίζετε το τέλος του 2ου παγκόσμιου πολέμου.

Ωστόσο σημασία έχει πως το καλλιτεχνικό έργο, ή τέχνη, σπάνια θα τύχει εμπορικής υποστήριξης από ένα κοινό που δεν γνωρίζω πολλούς που θα το ήθελαν έξυπνο, ευαίσθητο, ελεύθερο να σκέφτεται, να αποφασίζει και όχι να αντιδρά και να υπακούει ως αγέλη.

Σώζει με το τρόπο της η τέχνη, αυτόν που θέλει να σωθεί. Ωστόσο, οι άνθρωποι, δεν ξέρω πόσοι από αυτούς, δεν αφήνουν ούτε τη τέχνη ούτε το θεό να τους σώσει. Προτιμούν οι μέτριοι τη μετριότητα, και τη κόλαση, αρκεί να έχουν παρέα! Όμοια τυφλοί, ό ένας πίσω από τον άλλο και κοντά, πολύ κοντά, ο ένας επάνω στον άλλο!

Υπάρχει και μια άλλη πολύ ενδιαφέρουσα άποψη (έχει προκύψει από σχετική έρευνα) σχετικά με το βιοτικό επίπεδο που λέει πολύ απλά πως:

-από τη δυνατότητα του ανθρώπου να απολαμβάνει το περιττό (για την καθημερινή επιβίωση) και το ωραίο (το έργο τέχνης), κρίνεται και το αν μπορεί να ζήσει καλά, άνετα, ανθρώπινα. Η χλιδή όμως και η υπέρ κατανάλωση δεν νομίζω πως είναι καλό και υγειές κριτήριο.

Προσδιορίζεται δηλαδή το επίπεδο μιας κοινωνίας όχι τόσο από τα χρήματα που διαχειρίζεται, αλλά από τη δυνατότητα ηθικής και αισθητικής απόλαυσης του περιττού. Στη περίπτωση αυτή, αναφέρομαι στο έργο τέχνης κυρίως.

Τελικά είναι περιττό το έργο τέχνης; Η μήπως χρήσιμο και σε ποιόν;

Στον επενδυτή θα πείτε και σπανίως στο φιλότεχνο. Εγώ θα έλεγα πως ακόμη λιγότερο χρήσιμο είναι στο δημιουργό του.

Ο δείκτης καταναλωτού και τα υλικά αγαθά που συγκεντρώνουμε απλά μας δείχνουν μόνο το κατά κεφαλή εισόδημα. Όλα τα άλλα, τα περί καλής ζωής τα υποθέτουμε, για αυτό και ευχόμαστε: "χρόνια πολλά και καλά".

Όμως έχουμε ένα ακόμη δραματικό διαχωρισμό των τάξεων που «δέχεται» και η Παλαιά Διαθήκη ατυχώς ως φυσικές επιλογές του θεού!

Από τη μια, είναι οι έχοντες δυνατότητες καλλιτεχνικών απολαύσεων (ένα θέατρο, ένα σινεμά, μια συναυλία, ένα πίνακα, ένα βιβλίο ίσως), και από την άλλη, είναι οι μη έχοντες ούτε τροφή, ούτε κλίνη. Αυτός που δεν έχει που να κοιμηθεί, τι ελπίδες να έχει για καλλιτεχνικές απολαύσεις; Η μοναδική μουσική που ακούει ίσως είναι το ταμπούρλο της κοιλιάς του!

Μοναδική απόλαυση των φτωχών είναι το όνειρο. Κάτι σαν το Καραγκιόζη που ονειρεύεται.

Πως να μιλήσεις για τέχνη στον "προνομιούχο" άστεγο του Μεταξουργείου; Στο πρόσφυγα; Στο ασυνόδευτο παιδί; Στη κοπέλα ή στο αγόρι που πριν λίγο κάποιος βίασε;

Υπάρχει και μια ακόμη ομάδα ανθρώπων που αν και έχουν κάθε οικονομική δυνατότητα και χρόνο για να απολαύσουν τα έργα τέχνης, δεν μπορούν να τα αναγνωρίσουν ούτε να αφεθούν σε αυτά, όποια κι αν είναι. Τα φοβούνται νομίζω γιατί δεν θέλουν να ξυπνήσουν και να δουν τη κόλαση στην οποία ζουν.

Οι περισσότεροι σημαντικοί δημιουργοί συχνά δεν περιλαμβάνονται στους έχοντες, αλλά βρίσκουν κάποια θέση ποιο κοντά στους μη έχοντες. Συχνά η τέχνη η καλή πηγάζει από τη δυστυχία.

Όταν κι αν καταφέρουν οι φτωχοί να ονειρευτούν κάτι άλλο, πέρα από ένα ψωμί διπλό και εκατό δράμια ελιές (πω-πω τι λιχουδιές), τότε για λίγο νοιώθουν πως ζουν πραγματικά ως άνθρωποι, κι όχι ως υποζύγια! Όσο για τους δημιουργούς η αναγνώριση έρχεται το ποιο συχνά μετά θάνατο.

Γιατί; Μα προφανώς για την υπεραξία του έργου τους και γιατί τότε είναι ακίνδυνοι με τις ιδέες και τα οράματά τους.

Τα βασικά για τη ζωή.

Κι όμως, ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει μόνο με ψωμί (μόνο τροφή γενικά).

Η δήλωση εννοεί πως ο άνθρωπος χρειάζεται και κάποια άλλα "πράγματα", όπως πίστη σε κάτι, τέχνη, αισθητική απόλαυση, αγάπη, συναίσθημα, όραμα, ιδεολογία κλπ.

Μέσα στα απαραίτητα για την καθημερινή επιβίωση του σώματος, δεν είναι τα έργα τέχνης. Είναι ο αέρας, το νερό, η τροφή, ο ύπνος, αλλά δεν αρκούν.

Υπάρχει και μια μικρή σημείωση για τον ύπνο εξαιρετικά σημαντική. Δεν χρειάζεται ατέλειωτες ώρες ύπνου ο άνθρωπος, του αρκούν 15-20 λεπτά, ίσα για να ονειρευτεί.

Προσέξτε, χρειάζεται ο άνθρωπος λίγο χρόνο, αλλά για να ονειρευτεί.

Το όνειρο επομένως σύμφωνα με την έρευνα και τα συμπεράσματα ειδικών είναι βασικό συστατικό επιβίωσης, ίσης αξίας αν όχι ποιο μεγάλης από τον ύπνο.

Σίγουρα μόνο το ψωμάκι δεν αρκεί.

Εδώ πρέπει να διευκρινιστεί πως όλοι οι δημιουργοί, ασχέτως μεγαλοσύνης, είναι άνθρωποι και έχουν και αυτοί τις βασικές τους ανάγκες για να επιβιώσουν. Και επειδή όλα τελικά έχουν τη τιμή τους και την ανταλλακτική αξία τους, αυτό που συνήθως συμβαίνει είναι άλλοι να εμπορεύονται τα έργα τους και οι ίδιοι σπάνια να αποκτούν οικονομική άνεση από το έργο τους και μόνο. Συνήθως, οι δημιουργοί δεν είναι καλοί έμποροι.

Η παπάς-παπάς, ή ζευγάς-ζευγάς, λένε.

Ένα βιβλίο για τη τέχνη.

Υπάρχει λοιπόν, ένα αξιόλογο, μικρό σε διαστάσεις βιβλίο, με σχετικά λίγες σελίδες που το έγραψε ο Στέφαν Τσβάιχ. Το βιβλίο έχει τίτλο "το μυστήριο της τέχνης".

Έπεσε το βιβλιαράκι στα χέρια μου σε μεγάλη σχετικά ηλικία, πρέπει να ήμουν πάνω από 50 ετών.

Στις σελίδες του περιέχει πολλές πιθανές εξηγήσεις και ιστορικά παραδείγματα σχετικά με το πως, πότε, και γιατί μας προκύπτουν τα έργα τέχνης.

Τελικά το μυστήριο δεν φωτίζεται, απλά περιγράφεται. Διαφορετικά δεν θα ήταν μυστήριο!

Ιδιαίτερα θυμάμαι τα παραδείγματα δυο σημαντικών συνθετών, του Μπετόβεν, και του Μότσαρτ.

Ο ένας, βασάνιζε τις παρτιτούρες του συνεχώς, τις "διόρθωνε" μέχρι να νοιώσει ότι έφτασε στο όριο. Μόνο που, το όριο το έβαζε κάθε φορά ποιο πέρα, και έτσι συνέχιζε τις διορθώσεις μέχρι να καταλάβει πως μάλλον κάπου έφτασε, οριστικά; ίσως.

Ο άλλος, αν και "χαζοχαρούμενος" από όσα ιστορικά έχουν καταγραφεί έγραφε μια και έξω τα έργα του που δεν επιδέχονται ούτε σήμερα καμιά αλλαγή!

Θεϊκός ο Μότσαρτ και χαρισματικός σίγουρα, αλλά ήταν ένα ανόητο παιδαρέλι και αυτό είναι ιστορικά τεκμηριωμένο από όσα έχω διαβάσει. Εκτός και κάποιοι του πέταξαν μπόλικη λάσπη.

Ο άλλος, ήταν ένας "Οδυσσέας" που βασανιζόταν και βασάνιζε τα χαρτιά επάνω στα οποία έγραφε τη μουσική του.

Πληροφοριακά, μου αρέσει και των δυο η μουσική.

Όμως, αν μου ζήταγαν να επιλέξω ποιανού το έργο θα έσωζα για να επιζήσω, ή ποιανού θα ήθελα να ακούω ως μοναδική επιλογή, είναι τα έργα του Μπετόβεν που θα ήθελα.

Θα το ήθελα πολύ, γιατί μπορώ να ονειρεύομαι με κλειστά, ή ανοιχτά μάτια με τη μουσική του Μπετόβεν πολύ ποιο εύκολα και άμεσα με το άκουσμα από τις πρώτες νότες.

Ωστόσο, υπάρχουν έργα του Μότσαρτ όπως πχ η "μικρή νυχτερινή μουσική" που πραγματικά θα ήταν τρομακτικό πλήγμα η αδυναμία να μη ακουστεί ποτέ ξανά, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Θα ήταν ένα πολύ δύσκολο πρόβλημα! Απαλλάξτε με.

Μην επιστρέψουμε στην εποχή που καίγανε ανθρώπους εικόνες και βιβλία.

Βασικά ποσώς με ενδιαφέρει ο χαρακτήρας  του κάθε δημιουργού, αρκεί να μου αρέσει το έργο του και κυρίως, και να μην ασκεί βία σε άλλους ανθρώπους.

Η θυσία και καταστροφή των έργων είναι άλλο πράγμα, έχει σχέση με το κάψιμο των εικόνων, των βιβλίων, των μυαλών, και των ανθρώπων.

Το κάψιμο των μυαλών το έχουν αναλάβει σήμερα τα ΜΜΕ και η τηλεόραση όταν αναμασά τις ανακοινώσεις της εκάστοτε εξουσίας.

Μύθος και πραγματικότητα.

Πιστεύω, έχω παραδείγματα, πως μύθος ότι ο καλλιτέχνης και ο δημιουργός είναι ευφυής, δεν μπορεί ναι ισχύει.

Τουλάχιστο δεν ισχύει καθολικά και απόλυτα, δεν νομίζω ότι είναι και απαραίτητο. Ακόμη και άτομα πνευματικά καθυστερημένα, μπορούν να ζωγραφίσουν, σαν παιδιά έστω.

Η νοημοσύνη και μόνο δεν αρκεί για να δημιουργήσει καλή τέχνη ο κάθε άνθρωπος. Το μεγάλο ταλέντο για πολλές μορφές τέχνης, είναι μια μορφή μεγάλης ιδιοφυίας σχετικά ως προς ένα και μοναδικό "καλλιτεχνικό αντικείμενο".

Κατά τις άλλες εκδηλώσεις του πνεύματος, είναι πιθανόν ο άνθρωπος-καλλιτέχνης να είναι πνευματικός νάνος, απαίσιος χαρακτήρας, αντικοινωνικός, βίαιος και ιδιόρρυθμος.

Αλλά και ο κοινωνός του έργου τέχνης συχνά έχει ιδιαιτερότητες. Μπορεί να δέχεται ως τέχνη τη σαβούρα και να την απολαμβάνει, ή να γνωρίζει τα πάντα σχετικά με την όπερα πχ, και παράλληλα να αγνοεί τα πάντα για τη μουσική πέρα από το μουσικό θέατρο. Μπορεί ο καθένας να είναι άσχετος με τη λογοτεχνία, τις άλλες τέχνες, τη φωτογραφία, τη γλυπτική, το θέατρο, το κινηματογράφο, και να είναι καλός οικονομολόγος. Ακόμη και ο Νέρων το έπαιζε δημιουργός, νόμιζε ότι ήταν μουσικός και φιλότεχνος!

Σαφώς και δεν  μπορούμε να αποκλείσουμε πως ο υψηλός δείκτης ευφυΐας για ένα σκηνοθέτη, ή ένα μουσικό για παράδειγμα, δεν είναι μέγα βοήθημα. Είναι και πάρα-είναι. Να μην αγνοούμε πως μεγάλοι εγκληματίες-κακούργοι ήταν άνθρωποι πανέξυπνοι! Αλλά γνώση και τεχνική δίχως αισθητική και συναίσθημα δεν μπορώ να φανταστώ που θα οδηγήσουν.

Ωστόσο, το να είσαι μόνος στην κορφή της διάνοιας  (με πολύ υψηλό δείκτη IQ), της δημιουργίας, ή και των δυο, δεν σε κάνει περισσότερο άνθρωπο. Αλλά μπορεί να γίνεσαι αυτό που άλλοι λένε φρικιό! Ποιός το αντέχει;

Ας θυμηθούμε πως οι μουσικοί συχνά έχουν θαυμάσια ευχέρεια και αντίληψη για τα μαθηματικά (μέτρο, περιοδικότητα, σύνολο, κλάσματα, πρόοδο κλπ)!

Από την άλλη, έργα κάποιων δημιουργών με πολύ υψηλό δείκτη νοημοσύνης, συχνά είναι ακατανόητα, ωραία, αλλά απλησίαστα για το μέσο άνθρωπο! Άρα για ποιο τα έκαναν; Ίσως για τις επόμενες ποιο έξυπνες γενιές! Πρέπει να υπάρχει μέτρο!

Η επιβεβαίωση.

Ωστόσο ο Τσβάιχ ήρθε να με βοηθήσει κι όχι να μου ανοίξει τα μάτια. Είχα από πολύ νωρίς "περίεργες" ιδέες για το τι είναι ωραίο, αποδεκτό, ή άσχημο. Είχα ήδη μια μεγάλη βάση δεδομένων με αξιόλογα έργα (βιβλία, ζωγραφιές, μουσική) που είχα ξεχωρίσει. Δεν θα αναφερθώ στις δικές μου φωτογραφίες, αλλά η ζωγραφική και ειδικά η χαρακτική, η φωτογραφία, ο κινηματογράφος και η μουσική ήταν ήδη από τις αγαπημένες μου μορφές τέχνης.

Θα έλεγα εκ του ασφαλούς σήμερα ότι, πριν κλείσω τα 18, είχα ήδη αποστασιοποιηθεί οριζοντίως και καθέτως από τη "καλή τέχνη" που προσφερόταν μέσα από τα ΜΜΕ της εποχής, τα θεάματα, τις ειδήσεις, τα περιοδικά, τις διαφημίσεις, το ραδιόφωνο, τη δισκογραφία, το θέατρο και το κινηματογράφο. Είχα άποψη δική μου, και επιλογές συχνά ασύμβατες με τα κοινά αποδεκτά πρότυπα του φιλότεχνου Έλληνα.

Ταξίδευα ακίνητος μέσα στο σπίτι μου ακούγοντας από μια συλλογή δίσκων 33 στροφών. Ταξιδεύοντας με το αυτοκίνητο πάντα άκουγα μουσική από κασέτες που είχα γράψει από τους δίσκους.

Θα έλεγα επίσης εκ του ασφαλούς και πάλι, πως στα 23 είχα αποφασίσει ότι εμπιστεύομαι το γούστο μου, το ένστικτο, τη καρδιά μου, τα οράματά μου. Έτσι οποιαδήποτε εντύπωση κι αν προκαλέσω σήμερα με τις προτάσεις μου περί καλού και ωραίου, περί τέχνης και αισθητικής απόλαυσης, πιθανών ονείρων και οραμάτων, πρέπει να ξέρει ο καθένας που θα διαβάσει το κείμενο αυτό, πριν βγάλει απόφαση, πως τίποτα και καμιά επιλογή μου από όλα αυτά δεν ήταν αποτέλεσμα μιμητισμού, ή άγνοιας, αλλά ήταν αρχικά επιλογές ενστικτώδεις. Αργότερα ήρθε η έρευνα με τις δυνατότητες του παγκόσμιου ιστού, πάντα όμως με διασταύρωση κι όχι με τυφλή αποδοχή.

Ωστόσο, δεν διαθέτω κανενός είδους γνώση που να μην αμφιβάλλω εντελώς και σε βάθος για την ορθότητά της. Φταίνε ίσως οι συχνές ανακαλύψεις;

Τι θεωρώ υψηλή τέχνη.

Αρχικά, θεωρώ το κινηματογράφο ως την ποιο μεγάλη και ολοκληρωμένη τέχνη.

Μια τέχνη που έχει δώσει θαυμαστά έργα και αριστουργήματα.

Αλλά ο κινηματογράφος έχει και μπούρδες, κακόγουστα και εμετικά έργα για τα σκουπίδια.

Ο κινηματογράφος υπήρξε κάποια εποχή, μέσο εκπολιτισμού και διαπαιδαγώγησης των μαζών, το σημαντικότερο ίσως όλων. Το αποκορύφωμα ήταν η κομματική τέχνη, που ωστόσο μας έδωσε αριστουργήματα, όπως το Ποτέμκιν, τον Ιβάν, τη γη, και τον Νιέφσκυ.

Ο κύκλος δεν έκλεισε, ακόμη υπάρχουν ταινίες εξαιρετικές, μόνο που λιγοστεύουν σε μεγαλείο και αισθητική ακολουθώντας τα εφέ και το φτηνό εντυπωσιασμό. Μόδα είναι.

Σε ένα από τα δικά μου blog έχω καταγράψει πολλές ταινίες που θεωρώ αξιόλογες, έργα τέχνης και αισθητικής, ταινίες που θα πρέπει να δει ο καθένας το λιγότερο μια φορά. Θα έλεγα και πάρα πολλές ίσως ξανά και ξανά, αν δεν έχει κάτι ποιο καλό να κάνει από το να αποβλακώνεται με το χαζοντούλαπο (βλέπε τηλεόραση).

Σήμερα, εδώ και μερικά χρόνια για την ακρίβεια, προτιμώ να δω ξανά και ξανά μια καλή και αξιόλογη ταινία, παρά να κάνω κάτι ανούσιο.

Θα περάσω και στη μουσική.

Εδώ έχω να πω μερικά ανατρεπτικά ίσως, αλλά για τη τέχνη απλά υπάρχει το "μου αρέσει" ή, "δεν μου αρέσει", και δεν θεωρώ υποχρέωσή μου να εξηγήσω τίποτα άλλο. Τελεία και παύλα.

Θα δηλώσω επίσης πως μπορώ:

να ακούω,

ή να βλέπω,

να ακούω και να βλέπω κινούμενη εικόνα με μουσική, πχ τη "φαντασία",

αλλά με τίποτα δεν αντέχω και δεν ανέχομαι το μουσικό θέατρο, ή αλλιώς όπερα. 

Ή μουσική, ή μουσικό θέατρο.

Ένα από τα δυο.

Σαφώς είναι τέχνη το μουσικό θέατρο, μα δεν το αντέχω!

Μου αρέσει όμως το ορατόριο, όλα και όλα!

Ακόμη και οι ζωντανές ροκ συναυλίες με ενοχλούν καθώς όταν ακούω μουσική, θέλω να ονειρεύομαι, να ταξιδεύω, να φεύγω από τη γη με κλειστά τα μάτια. Δεν θέλω να τους βλέπω. Παρόλα αυτά, έχω κρατήσει λιγοστά βίντεο-κλιπ που μου αρέσουν πάρα πολύ.

Προτιμώ να "ταξιδεύω δίχως να κινούμαι" όπως οι πλοηγοί του Ντιούν!

Η καλλιτεχνική εικόνα με δεσμεύει νοητικά στο θέμα της, στο κάδρο της, στη δική της αισθητική. Δεν με αφήνει η εικόνα να ακούσω και να ονειρευτώ.

Όμως, από την εικόνα, προτιμώ ξεκάθαρα τη φωτογραφία, και δεν ανέχομαι οι φωτογραφίες να ομοιάζουν με εικόνες. Εικόνα = ζωγραφιά.




Με δεσμεύει ακόμη χειρότερα η λεζάντα στη φωτογραφία. Βασικά με εξαγριώνει η λεζάντα.

Θέλω να δω τη φωτογραφία μόνος μου, δίχως υποβολέα. Θέλω να αισθανθώ από αυτό που είδε ο φωτογράφος, αλλά δεν χρειάζομαι υποβολέα.

Θέλω να ακούσω τη μουσική, δεν θέλω να τη δω.

Θέλω να ονειρευτώ όμως μια προσωπική βόλτα στη φύση, ή στο δάσος  όταν ακούω την ποιμενική. Δικαίωμά μου δεν είναι;

Βασικά ως περιγραφικό μουσικό έργο η ποιμενική ευνοεί κάθε ονειρική βόλτα στη φύση. Σε αυτό το συνδυασμό (μουσική και εικόνα) με τη "φαντασία" του ο Ντίσνεϊ έδωσε τα ρέστα του.

Έτσι λοιπόν, ακούω σχεδόν τα πάντα, αρκεί να υπάρχει κάτι που να μου αρέσει.

Από τη μουσική κρατώ όλους τους ήχους, ότι ακούγεται. Και τις φωνές, ως ήχους δέχομαι. Δεν δίνω σχεδόν καμιά σημασία στα λόγια. Αποφεύγω όσο μπορώ να δεσμευτώ από το λόγο. Εκτός κι αν είναι κάτι πολύ γνωστό όπως οι ελληνικοί στοίχοι των μεγάλων μας ποιητών. Αλλά τότε η μουσική έρχεται δεύτερη.

Και πάλι δηλαδή θέλω να απολαμβάνω ξεκάθαρα μια μορφή τέχνης.

Στη μουσική νομίζω έχουμε τρεις μεγάλες κατηγορίες έργων.

Αυτά που έχουν μόνο μουσική από όργανα (instrumental), αυτά που έχουν και φωνή, ή φωνές, και βέβαια τη μουσική που έχει μόνο φωνές (χορωδιακά, ή ψαλμούς, ή μόνο μια φωνή).

Μπορώ να ακούσω και όπερα (σπανίως όμως), αρκεί να μη βλέπω τις εκφράσεις των προσώπων, να μην ακούω άλλους ήχους και εφέ όπως πόρτες πχ.

Αυτές τις εκφράσεις των προσώπων για να βγει ο σωστός ήχος, είναι που με κάνουν να γελάω, που δεν έχουν καμιά σχέση με την υποκριτική του θεάτρου, που δεν τις αντέχω.

Το ορατόριο, το τραγούδι, τα χορωδιακά και τα σύγχρονα συγκροτήματα έχουν απίστευτη δισκογραφία καταγεγραμμένη. Όσο δεν παίζεται κακό θέατρο επί της σκηνής, αποδέχομαι τα πάντα, αλλά δεν με εντυπωσιάζει η σκηνική παρουσία κανενός.

Κλείνω τα μάτια, και ακούω, ονειρεύομαι ότι θέλω, αν θέλω.

Στο άκουσμα της μουσικής του ορατόριου "Αλέξανδρος Νιέφσκυ" κάτι παθαίνω. Στην "ωδή στη χαρά" και γενικότερα με την ενάτη του Μπετόβεν αισθάνομαι πως δεν μπορεί, ο άνθρωπος ως δημιούργημα, έχει κάτι το θεϊκό μέσα του. Κάτι πρέπει να πήρε από το δημιουργό του. Εκτός κι αν όλα έγιναν και γίνονται αυθόρμητα, άναρχα, χαοτικά, αυτόματα.

Το ίδιο μου αρέσουν και οι κλασσικοί συνθέτες, τα μουσικά συγκροτήματα, η τζαζ και κάθε άλλο είδος μουσικής που δεν συνοδεύεται από την ανθρώπινη φωνή και το πεζό λόγο (απαγγελία).

Με εξαίρεση τα ελληνικά τραγούδια από τα οποία μου αρέσουν πάρα πολλά κυρίως λόγω της γλώσσας που κατανοώ άμεσα, θα έλεγα πως η φωνή, ή οι φωνές είναι ακόμη ένα μουσικό όργανο. Και έτσι θέλω να τα ακούω.

Τα ελληνικά τραγούδια, θα έλεγα πως με συγκινούν αισθητικά λόγω ακριβώς του κατανοητού του λόγου και λιγότερο λόγο μουσικών ακουσμάτων. Υπάρχουν και φωνές όπως πχ του Χρύσανθου, της Μπέλου, του Καζαντζίδη, της Δήμου που από μόνες τους αρκούν για πολλά και μακρινά ταξίδια.

Ωστόσο το πράγμα είναι πολύ ποιο πολύπλοκο με αυτό που ο μέσος Έλληνας ονομάζει  Ελληνική μουσική.

Συχνά άνθρωποι που δεν ακούνε κανένα άλλο είδος πέρα από "σκυλοτράγουδα", μου με έχουν επιπλήξει πως δεν μου αρέσει η μουσική!

Ναι σίγουρα δεν μου αρέσουν τα σκυλοτράγουδα, σίγουρα δεν μου αρέσουν όλα τα υποπροϊόντα και τα κακέκτυπα αντίγραφα, αλλά και δεν επιβάλλω σε κανένα να ακούσει ότι ακούω.

Υπάρχουν συγκλονιστικά ορχηστρικά κομμάτια, Ελληνική μουσική, που με ταξιδεύουν. Μουσική δίχως κανένα λόγο να ακούγεται, αλλά απλά να αιωρείται σαν όραμα. Πχ το ορχηστρικό της Ευδοξίας.

Θα παραθέσω ποιο κάτω τι θεωρώ πραγματικά αξιόλογη μουσική τέχνη βγαλμένη από Έλληνες, με Ελληνικό στοίχο, που δεν χορταίνω να ακούω.

Ίσως θα πρέπει να ξεχωρίσω την Ελληνική μουσική από τα Ελληνικά τραγούδια οριστικά και αμετάκλητα.

Υπάρχει ένα πρόβλημα με τα ακούσματα της μουσικής γενικότερα.

Συχνά περνάνε μέσα μας μοτίβα που έχουμε την εντύπωση πως έχουμε ακούσει ξανά, αυτό λέγεται είτε μουσική παράδοση, είτε κλασσικό. Δηλαδή αν και ακούμε για πρώτη φορά ένα κομμάτι, έχουμε την αίσθηση πως το ξέρουμε από πολύ παλιά, αλλά και πάλι είμαστε σίγουροι μετά από λίγη σκέψη πως το ακούμε πρώτη φορά. Αυτό συμβαίνει ποιο συχνά με τη προκλασική μουσική. Βασικά η τέχνη δεν προκύπτει από παρθενογένεση, αλλά από έμπνευση και μίμηση άλλων έργων.



Η μουσική και η μαγεία της.

Μουσική λοιπόν πάνω από όλα, γιατί είναι η τέχνη που μας δίνει χαρά, λύπη, κλάμα, διάθεση για χορό, για επικές πράξεις, για ζωή, ή θάνατο, για μεγάλα έργα, γιατί μας ξεσηκώνει, η μας καθηλώνει, γιατί μας κάνει να θυμόμαστε, γιατί έτσι τέλος πάντων μας αρέσει.

Εγώ πάνω από όλα λοιπόν και ποιο εύκολα θέλω να ακούσω το μπλουζ και το ροκ.

Σίγουρα μου αρέσουν τα μεγάλα κλασσικά έργα των: Μπραμς, Μπετόβεν, Βιβάλντι, Χέντελ, Στραβίνσκι, Ραβέλ, Μάλερ, Προκόφιεφ, Καλομοίρη, Μάντζαρου, Παγκανίνι, Μποκερίνι.

Κλασσικά και σύγχρονα μουσικά έργα για το κινηματογράφο: Νίνο Ρότα, Καραίνδρου, Θεοδωράκη, Χατζηδάκη, Πόπολ Βου, Φίλιπ Κλας, Μαντσίνι, Ξαρχάκου, και άλλων.

Από τη λαϊκή αυθεντική μουσική των λαών έχω επιλέξει και ακούω συχνά μουσική από: Βραζιλία, Αργεντινή, Πολυνησία, Ινδία, Λίβανο, Μαρόκο, Ισπανία, Τζαμάικα, και φυσικά Ελλάδα και Ιταλία.

Τραγουδιστές (οι φωνές και τα τραγούδια τους) που προκαλούν τα όνειρά μου είναι:

Τιμ Μπάκλεϋ, Κόκκο Ρόζι, Ροντ Στιούαρτ,  Τίνο Ρόσι, Μικ Τζάγκερ, Πέγκυ Λι, Σίρλεϋ Μπάσεϋ, Μπίτλς, Χρύσανθος, Μπέλου, Καζαντζίδης, Τζόαν Μπαέζ, Φαραντούρη, Εσκενάζυ, και δεν θυμάμαι αυτή τη ώρα περισσότερα ονόματα.

Τελικά, όλες οι καλές τέχνες μπορεί να συμμετάσχουν δημιουργικά στο κινηματογράφο. Να γιατί παθιάζομαι με τις ταινίες.

Το πρόβλημα με τη διάδοση της τέχνης.

Θυμάμαι πριν από χρόνια ένας καλός δίσκος κλασσικής μουσικής 33 στροφών κόστιζε πάνω από 500 δραχμές, ποσό μεγάλο αν θυμηθούμε πως ο μισθός του μήνα τότε ήταν 4.800 δραχμές. Οι φθηνοί δίσκοι (παραγωγή Τσεχία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Σοβιετική Ένωση) κόστιζαν 180-250 δραχμές. 'Ένα μέτριο στερεοφωνικό πλατό κόστιζε πάνω από 6.000 δραχμές, μόνον ο μηχανισμός!

Τα βιβλία ήταν ποιο προσιτά.

Οι φωτογραφικές μηχανές, μια βασική μονορεφλέξ με ένα κανονικό φακό , κόστιζε 10.000 έως 30.000 δραχμές το 1974 για παράδειγμα. Ένας ενισχυτής, ο πρώτος που αγόρασα το 1975, μου κόστισε 8.000 δραχμές, όσο το δώρο των εορτών και ο μισθός μαζί. Τα ηχεία, τα πήρα ένα χρόνιο μετά και έδωσα 15.000 δραχμές και ήταν μέτρια.

Σήμερα όλα αυτά κοστίζουν σε ευρώ ίσως λιγότερο (αναλογικά και λόγο ΕΕ), αλλά τα αυθεντικά έργα, πίνακες, χαρακτικά, ένα καλό σύστημα αναπαραγωγής μουσικής είναι απλησίαστα.

Τα CD, DVD με μουσικά έργα ή ταινίες κοστίζουν από 10 έως 30 € (μισθός νέου 480€),  αλλά, όλα τα μεγάλα κλασσικά έργα έχουν εξαφανιστεί. Σπανίως κυκλοφορούν κάποια remake, και αποχρωματισμένες ταινίες. Μόνο από "πειρατές" και λέσχες μπορεί κάτι να βρεθεί.

Παρά το ότι κυκλοφορούν πάρα πολλά νέα βιβλία, κλασσικά βιβλία και μουσικά έργα θα βρεθούν μόνο στα παλιατζίδικα. Η τέχνη της κλασικής εποχής πάει μαζί με: τη σκόνη, το σαράκι, τη μουσειακή συλλογή για μελέτη.

Μια κάποια λύση είναι η ψηφιοποίηση και η διανομή μεταξύ φίλων, αλλά ο νόμος για τα πνευματικά δικαιώματα κάνει τη κατοχή και διανομή έγκλημα κατά των δημιουργών και οι εταιρίες προστασίας έχουν αναλάβει έργο. Ο νόμος για τα πνευματικά δικαιώματα κατάστρεψε και σημαντικό μέρος θεματολογίας της φωτογραφικής τέχνης. Ειδικά η ασχολία με τη καλή φωτογραφία δρόμου είναι πλέον παρελθόν.

Τέχνη για ποιόν;

Υπάρχει σαφέστατο πρόβλημα εδώ. Για ποιόν είναι η τέχνη; Η τέχνη είναι μόνον εμπόριο πλέον; Πως θα μάθει ο κόσμος τα έργα τέχνης; Η μήπως δεν πρέπει να έχει πρόσβαση ο άνθρωπος στα έργα αυτά;

Μήπως δεν πρέπει να σωθεί ο άνθρωπος ούτε από το θεό ούτε από τη τέχνη;

Το πρόβλημα προσέγγισης όλων των αυθεντικών ιστορικών μεγάλων έργων μεγαλώνει με το πέρασμα των ετών και οι νέοι φιλότεχνοι σε λίγο δεν θα έχουν πρόσβαση παρά μόνο μέσα από μουσεία και δημόσιες βιβλιοθήκες. Τα ψηφιακά αντίγραφα είναι μια λύση απλής, πρώτης γνωριμίας, αλλά στερούν από τους δημιουργούς τα πενιχρά μέσα επιβίωσης και περεταίρω δημιουργίας.

Όσο για τα ψηφιακά αρχεία, είναι νωρίς ακόμη για να μάθουμε το πόσο ασφαλή είναι από μια οριστική διαγραφή, ή απώλεια. Αρκετές ψηφιακές φωτογραφίες μου, δεν είναι δυνατό πλέον να ανακτηθούν από τους οπτικούς δίσκους, CD. Οι ψηφιακές εκτυπώσεις φωτογραφιών δεν αντέχουν στο φως και στο χρόνο. Αρκετές από τις αγορασμένες ταινίες σε βίντεο-κασέτες δεν αναπαράγονται για δυο λόγους. Πρώτο οι μαγνητικές ταινίες έχασαν τη πληροφορία, και δεύτερο, δεν υπάρχει πλέον συσκευή αναπαραγωγής βίντεο που να εργάζεται. Ότι απομένει είναι βιβλία, δίσκοι βινυλίου, φιλμ και φωτογραφικές εκτυπώσεις με χημικά, χαρακτικά έργα και πίνακες αυθεντικοί. Η γλυπτική τη γλυτώνει για την ώρα.

Βασικά επειδή μου αρέσουν: η εικόνα, ο κινηματογράφος, η φωτογραφία, το διάβασμα και η μουσική, συλλέγω και καταχωρώ οτιδήποτε στρογγυλό με ψηφιακό αρχείο για να μη χαθεί η ιστορική μου μνήμη και η γνώση.

Θα αναφέρω κάποια μουσικά έργα σαν οδηγό προσέγγισης του έργου που προδιαθέτει για όνειρα.

Αρχή άνευ λόγου και σημασίας λοιπόν με το "Jonny Guitar" (PeggyLee).

"I am sailing" (Rod Stuart), "Eleanor Rigby" (Beatles), Το "άξιον εστί". κλπ

Σκέψεις και πάλι για ένα έργο, μια μουσική, μια ταινία.

Πρώτη φορά παρακολούθησα τον "Αλέξανδρο Νιέφσκυ"  στο Στούντιο και ήταν πριν το 1970. Ήταν και είναι από τις πλέον αγαπημένες ταινίες. Στερεοφωνικό δεν είχα και αργότερα έμαθα πως είχε γράψει τη μουσική ο Προκόφιεφ σε μορφή ορατόριου.

Σύστημα αναπαραγωγής μουσικής απόκτησα μετά το 1975, αν θυμάμαι. Μέχρι τότε απλά έβλεπα, ή φανταζόμουνα σκηνές από τη ταινία, περίπου όπως αυτές που είχα δει.

Ένα Σεπτέμβρη παίχτηκε το ορατόριο στο Ηρώδειο και από τότε έμαθα να ονειρεύομαι περισσότερα πράγματα από αυτά που έβαλε στη ταινία του ο Αϊζενστάιν.

Ειδικά όταν μέσα στο Ηρώδειο ακούστηκε η υπέροχη φωνή της σοπράνο έχασα κάθε αίσθηση βάρους, χάθηκε η βαρύτητα! Κάθε φορά που ακούω τπ μουσικό έργο κάτι παθαίνω. Κάθε φορά που παρακολουθώ τη ταινία, ειδικά τα σημεία που υπάρχει μουσική υπόκρουση, πάλι καταλαβαίνω το πόσο σημαντική είναι η δυνατότητα δημιουργίας έργου τέχνης, αλλά και η δυνατότητα απόλαυσής του για εμάς τους θνητούς που δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι ανάλογο με το έργο ενός δημιουργού. Και στη ταινία Αλέξανδρος Νιέφσκυ, έχουν συνεργαστεί  αρκετοί αξιόλογοι δημιουργοί, δυο από αυτούς είναι ο Προκόφιεφ και ο Αϊζενστάιν.

Συχνά τα σημαντικά έργα τέχνης απαιτούν, ή έχουν σχεδιαστεί ώστε να απαιτούν τη συνεργασία περισσότερων των δυο εκτελεστών, όπως είναι οι συμφωνίες, τα τρίο, τα κουιντέτα κλπ.

Στη περίπτωση της ταινίας Αλ. Νιέφσκυ η αισθητική απόλαυση είναι πολλαπλή: θαυμάσια φωτογραφία, υπόθεση, σκηνοθεσία, μουσική, μεταφορά εποχής, συμβολισμοί, έπος, σκηνικά.

Ελπίζω πως ξεκαθάρισα κάπως τι εννοώ τέχνη, καλή τέχνη, δημιουργό, και τι μου αρέσει. Αν και αυτή γνώση δεν έχει, κάποια ζωτική σημασία για όλους.

Ο βόθρος της τέχνης

Και τώρα σχετικά με το βόθρο που ξεχείλισε πρόσφατα με τη κατάχρηση εξουσίας, βίας και ερωτικών παραβιάσεων.

Θα ήθελα να πω πως οι καλλιτέχνες, οι καθηγητές, οι διευθυντές, όλοι οι έχοντες εξουσία, είναι άνθρωποι γεμάτοι με κάθε είδους καλά αλλά και κακά γνωρίσματα.

Αλλά ποτέ κανείς δεν δικαιούται να κάνει στους άλλους αυτό που δεν θέλει να κάνουν σε αυτόν.

Είναι βασική εντολή αυτή, μια από τις δέκα.

Ειδικά δεν μπορεί οι «δάσκαλοι» να προξενούν οποιοδήποτε κακό σε αυτούς που διδάσκουν! Και ο ηθοποιός, το θέατρο, είναι μια σημαντική μορφή διδασκαλίας.  Το ίδιο και ο δάσκαλος και ο καθηγητής, κι ο σκηνοθέτης, κι ο αρχιμουσικός, και ο συνθέτης. Αλλά και ο εργοδότης ακόμη είναι δάσκαλος.

Ένας μεγάλος διανοούμενος, πρίγκιπας και πολιτικός είχε πει:

-«δώστε εξουσία στο τελευταίο εξαθλιωμένο εργάτη και θα γίνει ακόμη ένας Χίτλερ»!

Το να καλύπτεται κάθε μορφής αδικία και κατάχρηση εξουσίας προς κάθε εξουσιαζόμενο, παντός ανωτέρου προς πάντα κατώτερο, πίσω από «νομικίστικα κόλπα» ορισμούς και διατυπώσεις, αδυναμίες απόδειξης, και παραγραφή, είναι ένα ακόμη τρομερό θέμα που θα τροφοδοτήσει τις καλές μας τέχνες τα επόμενα χρόνια.

Θα περιμέναμε, εμείς, ο λαός, η «αγέλη», ειδικά από τους ανθρώπους της τέχνης έντιμες συμπεριφορές, γιατί πώς να το κάνουμε; Αν δεν σώζει η τέχνη, τότε ποιος θα μας σώσει; Ο θεός που ξεχάσαμε;

Πέρα από το τραγικό οικονομικό ξεπεσμό της τέχνης, έχουμε και τον ηθικό. Θα με ενοχλούσε ίσως λιγότερο αν όλα αυτά γινόντουσαν σε βάρος ενηλίκων, αλλά εδώ μιλάμε για τα παιδιά μας, για ανυπεράσπιστα, ονειροπόλα νεαρά άτομα, αθώα εν πολλοίς. Δεν φτάνει που καταστρέψαμε οικονομικά την επόμενη γενιά, αλλά τη σακατέψαμε βίαια και ψυχολογικά με τα σεξουαλικά αίσχη ορισμένων.    

 Γιάννης Γλυνός